Περικοπές δαπανών ζητά το ΔΝΤ από τις Κυβερνήσεις

Share on:

Το παγκόσμιο χρέος βρίσκεται σε πτωτική πορεία φέτος, καθώς εκπνέουν τα προγράμματα στήριξης που επιστράτευσαν οι κυβερνήσεις για να στηρίξουν νοικοκυριά, επιχειρήσεις και απασχόληση εν τω μέσω της ύφεσης της πανδημίας. Παραμένει, ωστόσο, σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα στα οποία βρισκόταν προτού πλήξει την παγκόσμια οικονομία ο κορωνοϊός το 2020. Στην εκτίμηση αυτή καταλήγει το ΔΝΤ στη φετινή έκθεσή του για τη δημοσιονομική κατάσταση, στο πλαίσιο της οποίας εγκαταλείπει τις εκκλήσεις του για αναπτυξιακή δημοσιονομική πολιτική, καθώς οι συνθήκες έχουν ανατραπεί, το κόστος δανεισμού έχει αυξηθεί σημαντικά και ο πληθωρισμός κινδυνεύει να βγει εκτός ελέγχου.

Ως εκ τούτου το Ταμείο συνιστά και πάλι στις κυβερνήσεις που αγωνίζονται να ανακόψουν τον πληθωρισμό να επιδείξουν σύνεση στις δαπάνες προκειμένου να μη χάσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών που αγοράζουν τα ομόλογά τους. Τις καλεί επίσης να επικεντρωθούν σε προγράμματα για τη στήριξη των φτωχότερων και πλέον ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, καθώς η εκτόξευση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων προκαλεί παντού ένδεια και δυστυχία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ταμείου, φέτος το παγκόσμιο δημόσιο χρέος θα ανέλθει συνολικά στο 91% του παγκόσμιου ΑΕΠ, έχοντας σημειώσει δραματική μείωση σε σύγκριση με το ιλιγγιώδες επίπεδο του 256% στο οποίο είχε εκτοξευθεί το 2020 εξαιτίας των δαπανών κατά της ύφεσης της πανδημίας. Παραμένει, πάντως, και πάλι υψηλότερο κατά 7,5 εκατοστιαίες μονάδες σε σχέση με τα προ της πανδημίας επίπεδα. Το Ταμείο επισημαίνει πως οι ΗΠΑ είναι ανάμεσα στις ανεπτυγμένες οικονομίες που παρουσίασαν αύξηση του συνολικού χρέους τους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων τους τα τελευταία χρόνια. Το συνολικό δημόσιο χρέος της υπερδύναμης έφτασε στο 134,5% του ΑΕΠ το 2020, σημειώνοντας μεγάλη αύξηση από το 108,8% του 2019, και αναμένεται να φτάσει στο 122,1% φέτος.

Στις συστάσεις του προς τις κυβερνήσεις, το Ταμείο υπογραμμίζει πως είναι πολύ πιο σημαντικό να οικοδομήσουν ισχυρά οικονομικά και να ενισχύσουν τις αντιστάσεις τους σε αυτό το παγκόσμιο περιβάλλον υψηλών επιτοκίων και επιταχυνόμενου πληθωρισμού που είναι «επιρρεπές σε οικονομικά σοκ». Συνιστά αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών που, όπως τονίζει, είναι «πολιτικά δύσκολες επιλογές», αλλά σημειώνει πως «μια σταδιακή και σταθερή στροφή σε αυστηρή δημοσιονομική πολιτική προκαλεί λιγότερους τριγμούς από μια απότομη προσγείωση στην οποία εξαναγκάζεται μια χώρα όταν χάσει την εμπιστοσύνη της αγοράς». Προτείνει επίσης στους ιθύνοντες της οικονομικής πολιτικής να αποφύγουν την επιβολή ελέγχων στις τιμές, τις επιδοτήσεις ή τις οριζόντιες φοροαπαλλαγές για όλα τα νοικοκυριά που πολλές εξετάζουν ως μέτρα για να προστατεύσουν τους πολίτες από την εκτόξευση των τιμών. Επισημαίνει πως αυτού του είδους τα μέτρα είναι δαπανηρά για τα δημόσια οικονομικά, ενώ σε βάθος χρόνου αποδεικνύονται ατελέσφορα. Αντ’ αυτών προτείνει μέτρα στήριξης των ευάλωτων, όπως εκπτώσεις στους λογαριασμούς των εταιρειών κοινής ωφελείας, δωρεάν γεύματα στα σχολεία και δωρεάν χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς, αλλά πάντα για τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος.

Κατά την παρουσίαση της έκθεσης για τη δημοσιονομική κατάσταση των χωρών, ο υπεύθυνος δημοσιονομικής πολιτικής του Ταμείου, Βιτόρ Γκασπάρ, απέφυγε να απαντήσει σε ερωτήσεις δημοσιογράφων σχετικά με το πακέτο μέτρων στήριξης ύψους 200 δισ. ευρώ που ανακοίνωσε προ ημερών η Γερμανία. Προτίμησε, αντιθέτως, να τονίσει πως ο ανεπτυγμένος κόσμος πρέπει να βοηθήσει τις φτωχότερες και αναπτυσσόμενες χώρες να αντιμετωπίσουν το αυξανόμενο κόστος των τροφίμων. Οπως εξήγησε, «για τις φτωχές χώρες, που δεν είναι ασφαλείς όσον αφορά την επαρκή προσφορά τροφίμων, πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου».


Share on:

Τελευταία Νέα

Σχετικά Άρθρα

WP Radio
WP Radio
OFFLINE LIVE