Ελαιόλαδο | Οι αντοχές της Ισπανίας ανεβάζουν τις τιμές – Πως επηρεάζεται η Ελλάδα

Share on:

Την επίδραση που θα έχουν τα αποτελέσματα της Ισπανίας για τον Ιανουάριο στο διεθνές εμπόριο
περιμένει και η ελληνική αγορά ελαιολάδου, έχοντας ταυτόχρονα το βλέμμα στραμμένο στην
έναρξη των παραγγελιών ενόψει της τουριστικής σεζόν, αλλά και σε όσα θα φέρουν αργότερα οι
πρώτες εκτιμήσεις για τη νέα ελαιοκομική περίοδο.

Τα στοιχεία της ισπανικής παραγωγής για τον πρώτο μήνα του 2024, πάντως, δείχνουν υπέρβαση
των προσδοκιών τόσο σε όρους παραγωγής όσο και σε πωλήσεις ελαιολάδου, με μία πρώτη
ανάγνωση να δείχνει ότι δεν συντρέχουν λόγοι για ουσιαστική υποχώρηση των τιμών του
προϊόντος κατά την τρέχουσα συγκυρία.

Η συνολική παραγωγή στη χώρα της Ιβηρικής ανήλθε στους 774.653 τόνους τον Ιανουάριο, όπως
ανακοίνωσε το ισπανικό υπουργείο σε συνεργασία με την Υπηρεσία Πληροφοριών και Ελέγχου
Τροφίμων (AICA), από 584.780 τον Δεκέμβριο. Οι ποσότητες αυτές επιτρέπουν εκτιμήσεις ακόμη
και για 800.000 τόνους κατά τη φετινή παραγωγή.

Όγκοι, όμως, που δεν αναμένεται να αλλάξουν ριζικά την εικόνα μιας δεύτερης συνεχούς
ελλειμματικής χρονιάς διεθνώς για το προϊόν. Τα αποθέματα στα ισπανικά ελαιοτριβεία
ανέρχονται, πλέον, στους 547.310 τόνους, ενώ 184.284 τόνοι βρίσκονται στα χέρια των τυποποιητών.

Ανθεκτικότητα, όμως, δείχνουν και οι πωλήσεις του προϊόντος, καθώς τον Ιανουάριο ανήλθαν
περίπου στους 84.000 τόνους χωρίς τις εισαγωγές, με τις συνολικές εκροές προϊόντος την
τρέχουσα χρονιά να ανέρχονται στους 321.680 τόνους.

«Ο τέταρτος μήνας της περιόδου 2023/2024 μας αφήνει με τα καλύτερα στοιχεία πωλήσεων»,
σχολιάζει ο γενικός γραμματέας της UPA Ανδαλουσίας (Ένωση Μικρών Γεωργών και
Κτηνοτρόφων) και επικεφαλής του Τομέα Ελαιολάδου της UPA, Cristοbal Cano, χαρακτηρίζοντας
τον Ιανουάριο ως τον πιο θετικό μήνα, μέχρι στιγμής, από άποψη εμπορίου, σύμφωνα με την
ισπανική ιστοσελίδα Mercacei. Από την άλλη, οι μειωμένες ποσότητες που έχει και φέτος η χώρα
δεν επιτρέπουν στους παραγωγούς να καρπωθούν τις υψηλές τιμές που έχει φέτος το προϊόν,
προσθέτει ο ίδιος.

Αγορά που προεξοφλεί τιμές σε υψηλά επίπεδα βλέπει η Ελλάδα

«Σε έναν μήνα, που θα μάθουμε τα στοιχεία του Φεβρουαρίου, θα έχουμε πλήρη εικόνα της
παραγωγής, αλλά ήδη αυτήν τη στιγμή ξέρουμε πάνω-κάτω πού βρισκόμαστε», σχολιάζει ως προς
τα αποτελέσματα των Ισπανών ο πρόεδρος της ΕΔΟΕ, Μανώλης Γιαννούλης, υπογραμμίζοντας ως
κομβικό σημείο το πώς θα κινηθεί η κατανάλωση

«Είναι δύσκολο να προβλέψουμε περαιτέρω μείωση της κατανάλωσης», σχολιάζει, ιδιαίτερα αν
διατηρηθούν και τους επόμενους μήνες τα επίπεδα πωλήσεων που κατέγραψε η Ισπανία τον
Ιανουάριο. «Ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε μπροστά μας το καλοκαίρι, με τουρισμό σε όλες τις χώρες
της Μεσογείου (και σε Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία), οπότε έχουμε αυξημένες καταναλώσεις»,
συμπληρώνει.

Ο ίδιος προσθέτει το δεδομένο των μικρών φετινών παραγωγών στη Μεσόγειο και τονίζει τα πολύ
μικρά αποθέματα λήξης που προβλέπονται για φέτος, αλλά και τη συνεχώς πιεσμένη αγορά για το
προϊόν.

Σε ό,τι αφορά την τρέχουσα εικόνα εγχωρίως, ο ίδιος επιβεβαιώνει μια υποχώρηση της τάξεως των
30-40 λεπτών που καταγράφεται, με τις τιμές παραγωγού να διαμορφώνονται μεσοσταθμικά
περίπου στα 8,60-8,70 ευρώ και σχολιάζει ότι αυτή εμπίπτει στις φυσιολογικές διακυμάνσεις της
αγοράς.

«Πάντως, δεν πρόκειται να τα δούμε φθηνά (σ.σ. τα ελαιόλαδα) μέχρι το φθινόπωρο, την επόμενη
δηλαδή ελαιοκομική περίοδο», εκτιμά ο κ. Γιαννούλης, δεδομένης της μειωμένης προσφοράς που
θα έχουμε έως τότε.

Ο όγκος των πράξεων εξακολουθεί να είναι μειωμένος για τη χώρα μας, αφού οι αριθμοί για την
εγχώρια τυποποίηση παραμένουν μικροί, ενώ και οι αγορές συνεχίζουν στο όριο της κάλυψης
αναγκών χωρίς κανείς να ρισκάρει να πάρει θέση μεσομακροπρόθεσμα σε τέτοια επίπεδα τιμών,
σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΔΟΕ.

Το εξωτερικό αγοράζει, όπως συμπληρώνει ο ίδιος, όμως υπάρχει και μια δυστοκία από πλευράς
παραγωγών να πουλήσουν, με την προσδοκία για κάτι καλύτερο, προβλέποντας ότι δεν θα δούμε
σημαντικές διαφοροποιήσεις μέχρι το φθινόπωρο. Πάντως, σε ό,τι αφορά τη φετινή παραγωγή, η
εκτίμηση του ελληνικού ελαιοκομικού τομέα παραμένει για όγκους της τάξεως των 120.000-
130.000 τόνων, καταλήγει ο κ. Γιαννούλης.

Εν αναμονή των πράξεων η Σητεία

Αγορά που εξακολουθεί να βρίσκεται σε αναμονή, με την τιμή στα 9,50 ευρώ, χωρίς όμως να
γίνονται πράξεις, αφού και κάποιοι διαγωνισμοί που προκηρύχθηκαν από συνεταιρισμούς της
περιοχής κρίθηκαν ασύμφοροι, είναι η εικόνα που μεταφέρει συνοπτικά από τη Σητεία ο πρόεδρος
της Ένωσης, Μανώλης Μαυροματάκης.

Οι παραγωγοί συνεχίζουν να είναι συγκρατημένοι στη διάθεση ποσοτήτων, μεταθέτοντας τις
κινήσεις τους για αργότερα. «Εγώ, βέβαια, τους είπα να προσέξουν μήπως αυτό γυρίσει σε βάρος
τους», εξηγεί ο ίδιος, καθώς «η μεγάλη απραξία στο κομμάτι των συμβολαίων με τις αλυσίδες
λιανικής συνεχίζεται».

Σύμφωνα με τον κ. Μαυροματάκη, καθοριστικές θα είναι αφενός η τιμή που θα δώσουν οι Ιταλοί, οι
οποίοι θα πάρουν ποσότητες, αλλά και οι προβλέψεις που θα προκύψουν από την ανθοφορία των
Ισπανών, οπότε και το λάδι θα πάρει την τιμή που του αναλογεί «βάσει των καταστάσεων», αφού
πολλοί είναι εκείνοι που δηλώνουν ότι θα συγκρατηθούν, μια ενέργεια ίσως παρακινδυνευμένη,
όπως εκτιμά.

Ο ίδιος αναφέρει ότι οι φετινές ποσότητες για τη Σητεία κλείνουν περίπου στους 3.000 τόνους,
όπως εκτιμώνταν, με το μεγαλύτερο πρόβλημα τώρα να εστιάζεται στην έλλειψη, έως τώρα,
ικανοποιητικών βροχοπτώσεων, αλλά και κρύου για την επόμενη χρονιά.

Διατηρούνται οι εκτιμήσεις της Κομισιόν για δεύτερη χρονιά ελλειμματικών ποσοτήτων

Πάντως, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Κομισιόν για την αγορά ελαιολάδου, που
προέκυψαν στις αρχές Φλεβάρη, διατηρούνται οι προηγούμενες εκτιμήσεις ως προς τους όγκους
παραγωγής στις σημαντικότερες ελαιοπαραγωγούς της Νότιας Ευρώπης.

Συνολικά, η Κοινότητα φαίνεται ότι για άλλη μια χρονιά κινείται σχεδόν στα ίδια παραγωγικά
επίπεδα, στους 1,394 εκατ. τόνους (πρόβλεψη 2023/2024), χαμηλότερα κατά 30% από τον μέσο όρο
της προηγούμενης πενταετίας. Ποσότητες που, αν προστεθεί σε αυτές και η μειωμένη κατά -14%
παραγωγή που προβλέπουν τα μη ευρωπαϊκά κράτη (μόλις 1 εκατ. τόνοι), επιβεβαιώνουν –αυτό που
όλοι διατύπωναν από τους προηγούμενους μήνες– ότι η παγκόσμια παραγωγή του προϊόντος έχει
εισέλθει σε μία ακόμη, δεύτερη κατά σειρά, ελλειμματική χρονιά, με όγκους που δεν θα
ξεπεράσουν τους 2,40 εκατ. τόνους (-6% από πέρυσι).

Για την Ισπανία, παρέμενε η πρόβλεψη για 767.000 τόνους (+15% από πέρυσι), για την Ιταλία 289.000 τόνους (+20% από πέρυσι), για την Ελλάδα 175.000 τόνους (-49% από πέρυσι) και για την Πορτογαλία 150.000 τόνους (+19% από πέρυσι).

Η επίδραση στο ευρωπαϊκό ισοζύγιο του προϊόντος

Αυτά τα παραγωγικά δεδομένα επηρεάζουν και το ευρωπαϊκό ισοζύγιο του προϊόντος, καθώς η
κατανάλωση προβλέπεται να υποχωρήσει περαιτέρω κατά 5% περίπου από πέρυσι, στους 1,17 εκατ.
τόνους, ενώ μειωμένες προβλέπονται τόσο οι εισαγωγές όσο και οι εξαγωγές του προϊόντος, στους
160.000 (-9%) και 532.000 (-11,33%) τόνους αντίστοιχα.
Παρά τις παραπάνω μειώσεις και με δεδομένη τη μικρότερη παραγωγή, η ΕΕ αναμένει τα
χαμηλότερα τελικά αποθέματα για τον Σεπτέμβρη 2024 στους μόλις 257.000 τόνους, έχοντας
ξεκινήσει τη σεζόν με περίπου 406.000 τόνους. Οι ποσότητες αυτές, αν επιβεβαιωθούν, θα είναι
κάτω και από τις μισές από τον μέσο όρο της περασμένης πενταετίας.

Ακριβότερες κατά 78% από πέρυσι οι επιτραπέζιες ελιές στην Ελλάδα

Μειωμένη παγκόσμια παραγωγή προβλέπεται και στον τομέα των επιτραπέζιων ελιών, ο οποίος
αναμένεται να χάσει περίπου ένα 12% από πέρυσι, κυρίως λόγω των απωλειών στις χώρες της ΕΕ
κατά 27%, ενώ και τα μη ευρωπαϊκά κράτη προβλέπουν μείωση κατά 6% από πέρυσι, σύμφωνα με
τα στοιχεία της Κομισιόν που δημοσιεύθηκαν τον Φεβρουάριο. Εντός ΕΕ, η εκτίμηση για τη χώρα
μας αναφέρει απώλειες κατά 66% από πέρυσι, ενώ μόλις ένα 6% χάνει η ισπανική παραγωγή.
Αντίθετα, αυξήσεις κατά 20% και 33% αναφέρονται για την Ιταλία και την Πορτογαλία αντίστοιχα.
Τα παραγωγικά αυτά δεδομένα, όπως είναι φυσικό, έχουν επηρεάσει και τις τιμές της εμπορικής
περιόδου 2023/2024. Παρά τις διαφορές που υπάρχουν ανά ποικιλία και προέλευση, αυτές για την
Ελλάδα ανέρχονται μεσοσταθμικά στα 202,30 ευρώ/100 κιλά νωπού προϊόντος στο τελάρο (+78,2%
από πέρυσι). Στα 130,85 ευρώ ανέρχεται η αντίστοιχη μέση τιμή για την Ιταλία (+22,7%), στα 122,2
ευρώ για την Ισπανία (+36,6%) και στα 131,30 ευρώ για την Πορτογαλία, η οποία καταγράφει τη
μεγαλύτερη άνοδο (+80,2% από πέρυσι).

Με πληροφορίες της ypaithros


Share on:

Τελευταία Νέα

Σχετικά Άρθρα

WP Radio
WP Radio
OFFLINE LIVE