Στα 2 δισ. ευρώ το χρόνο η «τρύπα» στη δημόσια χρηματοδότηση για την υγεία

Share on:

Σημαντικό κενό στη δημόσια χρηματοδότηση του συστήματος Υγείας καταγράφεται διαχρονικά στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα τις υψηλές ανεκπλήρωτες ανάγκες, τις υψηλές ιδιωτικές πληρωμές και τις ανισότητες στην υγεία.

Είναι ενδεικτικό ότι την τελευταία 15ετία, το σύστημα υγείας της χώρας μας χρηματοδοτείται, κατά μέσο, όρο με 1% του ΑΕΠ χαμηλότερα απ’ ό,τι στις χώρες της Ευρωζώνης, που σημαίνει ότι κάθε χρόνο πρέπει να μπαίνουν επιπλέον 2 δισ. ευρώ στη δημόσια δαπάνη υγείας.

Σε δαπάνες κεντρικής κυβέρνησης, με μέσο όρο του ΟΟΣΑ το 15%, η Ελλάδα κατευθύνει το 10% εξ αυτών στην υγεία, με διαφορετικό βέβαια μίγμα στη χρηματοδότηση.

Όσον αφορά στις ιδιωτικές (out-of-pocket) δαπάνες, εδώ και 40 χρόνια διαμορφώνονται σε ιδιαίτερα υψηλά -για τα ευρωπαϊκά αλλά και παγκόσμια δεδομένα- επίπεδα, που κυμαίνονται από 35% έως 40%.

Τα παραπάνω αναφέρθηκαν -μεταξύ άλλων- στο πλαίσιο ημερίδας με τίτλο «Χρηματοδότηση της Υγείας: Προκλήσεις και Λύσεις για ένα Βιώσιμο Σύστημα», που διοργάνωσε το Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας (i-hecon), την Τετάρτη (21/6).

Υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημαίνεται σε πρόσφατες εκθέσεις της Κομισιόν, οι πληρωμές των ασθενών από την «τσέπη» τους στην Ελλάδα, είναι οι δεύτερες υψηλότερες στην ΕΕ, ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ το 2021 το 6,4% του πληθυσμού ανέφερε μη καλυπτόμενες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης, λόγω κόστους, απόστασης ή χρόνου αναμονής, έναντι μόνο 2,0% στην ΕΕ.

«Η πολιτική έχει θέσει αυτή τη στιγμή την υγεία ως το μείζον διακύβευμα της χώρας. Αυτό το ρητορικό σχήμα πρέπει να συνοδευτεί από πράξεις. Δεν μπορεί η υγεία να είναι το μείζον διακύβευμα της χώρας, χωρίς να υπάρξει η αντίστοιχη υποστήριξη από πλευράς πόρων. Ας ξεκινήσουμε αυτή τη συζήτηση, ας την κάνουμε σε μια ειλικρινή βάση και ας δούμε τι χρειάζεται προκειμένου να το αποκτήσουμε», ανέφερε ο Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας, Πα.Δ.Α., Πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας, Κώστας Αθανασάκης.

Όπως ο ίδιος επεσήμανε, η χρηματοδότηση αποτελεί, αν όχι το βασικό, έναν από τους βασικούς πυλώνες για την ορθή λειτουργία του συστήματος υγείας, ούτως ώστε να επιτυγχάνει τους σκοπούς του: να κρατά τους πολίτες υγιείς και να διατηρεί και να βελτιώνει τη συλλογική κοινωνική ευημερία.

«Θα πρέπει είτε να αυξήσουμε τη χρηματοδότηση στο δημόσιο σύστημα υγείας προκειμένου να επιτυγχάνει τους σκοπούς του, είτε να καταφέρουμε με κάποιο τρόπο να μειώσουμε τις μελλοντικές ανάγκες υγείας ή να βελτιώσουμε την ικανότητα του συστήματος υγείας, ώστε να παράγει περισσότερα με τους πόρους τους οποίους διαθέτει», ανέφερε ο καθηγητής, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι «τα συστήματα υγείας τα οποία έχουν υψηλότερο ποσοστό δημόσιας δαπάνης στη συνολική δαπάνη για την υγεία, έχουν καλύτερα αποτελέσματα».

Ανάγκη για νέες πηγές χρηματοδότησης

Η χρηματοδότηση της υγείας είναι ένα ζήτημα που επανέρχεται στη διεθνή ατζέντα. Το τελευταίο περίπου 8μηνο έχει ανοίξει τη συζήτηση ο ΟΟΣΑ και το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των συστημάτων υγείας, ενώ έχει τεθεί στο… μικροσκόπιο και στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας Health System Sustainability and Resilience (PHSSR), που ξεκίνησε το LSE με μια σειρά εταίρους στο ευρωπαϊκό πεδίο και αναπτύχθηκε παγκόσμια, αναδεικνύοντας την ανάγκη να αναζητηθούν νέες πηγές χρηματοδότησης των συστημάτων υγείας.

Οι προτάσεις που έχουν τεθεί στο τραπέζι περιλαμβάνουν τους έμμεσους φόρους, τους φόρους κατανάλωσης, τους φόρους μετακινήσεων, τη συμβολή από την εκμετάλλευση των παραγωγικών πόρων κ.ά.

Μία «εναλλακτική» κατεύθυνση είναι οι «φόροι αμαρτίας», δηλαδή οι ειδικοί φόροι (κατανάλωσης) σε αγαθά που έχουν αποδεδειγμένα αρνητική επίδραση στην υγεία.

«Εμείς προσεγγίζουμε τους φόρους αμαρτίας κυρίως από την οπτική της δημόσιας υγείας, δηλαδή της επιρροής που μπορεί να έχει η αύξηση της φορολόγησης στην κατανάλωση στο σταδιακό περιορισμό της επιβλαβούς συνήθειας», ανέφερε ο κ. Αθανασάκης. Και πρόσθεσε: «Η αποτελεσματικότητα ως προς αυτό είναι κάτι που έχει τεκμηριωθεί, ωστόσο, μπορεί επιπλέον να έχει και ένα σημαντικό εισοδηματικό αποτέλεσμα».

Το μέτρο συγκεντρώνει πολύ μεγάλη δυναμική διεθνώς τα τελευταία χρόνια, εντούτοις, όπως τονίστηκε, μια πιο βασική παράμετρος και από τον ίδιο το φόρο είναι ότι τα έσοδα θα πρέπει να κατευθύνονται στο σύστημα υγείας.

Στα 570 εκατ. ετησίως τα δυνητικά φορολογικά έσοδα

Πρόσφατα το Ινστιτούτο Οικονομικών της Υγείας ολοκλήρωσε μία μελέτη, η οποία επιχείρησε να εκτιμήσει τα δυνητικά μέγιστα φορολογικά έσοδα που θα μπορούσε να επιφέρει η επιβολή ενός φόρου υγείας σε τρεις κατηγορίες προϊόντων: στα προϊόντα καπνού, στα οινοπνευματώδη υψηλής συγκέντρωσης σε αλκοόλη και στα αναψυκτικά με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Το δυνητικό φορολογικό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής στην Ελλάδα ανέρχεται συνολικά σε περίπου 570 εκατ. ευρώ το χρόνο.

Ειδικότερα, με 20% φορολόγηση, στα προϊόντα καπνού τα δυνητικά φορολογικά έσοδα εκτιμώνται στα 371.596.100 ευρώ, στα οινοπνευματώδη με υψηλή συγκέντρωση αλκοόλης στα 3.015.212 ευρώ και στα αναψυκτικά με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη στα 196.585.480.

Όμως, όπως υπογραμμίστηκε, οι φόροι υγείας δεν είναι πανάκεια. «Ακόμα και αν παραχθεί το σύνολο της δυνητικής απόδοσης του φόρου, η απόσταση για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού παραμένει. Το γεγονός αυτό δείχνει τη συνθετότητα του θέματος και το μέγεθος του εγχειρήματος. Απαιτούνται πολύπλευρες πολιτικές και υπάρχει ανάγκη παράλληλης μετακίνησης της out-of-pocket δαπάνης σε ασφαλισμένη δαπάνη. Συνεπώς, υπάρχει ανάγκη παράλληλης αύξησης του εύρους και του βάθους της κάλυψης από το σύστημα υγείας», ανέφερε ο κ. Αθανασάκης, καταλήγοντας στο ότι «η δημοσιονομική βάση είναι η μία όψη του νομίσματος και δεν μπορούμε να ξεχνάμε την διάσταση της αποδοτικότητας της δαπάνης».

Πηγή: reader.gr


Share on:

Τελευταία Νέα

Σχετικά Άρθρα

WP Radio
WP Radio
OFFLINE LIVE