Imperial War Museum | Ένα μουσείο για τη φρίκη του πολέμου

Share on:

Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, 124.702 Βρετανοί στρατιώτες έπεσαν θύματα επιθέσεων με αέρια τα οποία προξένησαν φουσκάλες, εγκαύματα ή προσωρινή τύφλωση κι εντέλει 2.308 από αυτούς κατέληξαν. Τον Ιούλιο του 1918, το Υπουργείο Πληροφοριών έστειλε στο μέτωπο τον Αμερικανό ζωγράφο και πορτρετίστα της υψηλής κοινωνίας John Singer Sargent ο οποίος υπήρξε μάρτυρας των συνεπειών των επιθέσεων με αέριο μουστάρδας από το οποίο εμπνεύστηκε και δημιούργησε έναν πίνακα μεγέθους έξι μέτρων.

Πρόσφατα το «Gassed» πέρασε από διαδικασίες συντήρησης, αποκαλύπτοντας ένα ρόδινο βραδινό φως, αλλά και κάποια φανταράκια που παίζουν -αταίριαστο με το θέμα- ποδόσφαιρο στο φόντο του πίνακα. Αυτός ο πίνακας αποτελεί το κεντρικό έργο της νέας πτέρυγας με εκθέματα τέχνης, ταινιών και φωτογραφίας «Blavatnik» του Imperial War Museum στο Λονδίνο.

Μια μόνιμη έκθεση η οποία περιλαμβάνει περίπου 500 έργα αντιπροσωπευτικά της ιστορίας Τέχνης πολεμικής θεματολογίας, η οποία ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1916 όταν ο Muirhead Bone ήταν ο πρώτος επίσημος καλλιτέχνης που έκανε χαρακτικά στις πεδιάδες θανάτου του ποταμού Σομμ. Περιλαμβάνονται έργα και από τον 21ο αιώνα όπως η φωτογραφία «Mounds» του Paul Seawright του 2002, η οποία απηχεί άθελά της το έργο του Bone, απεικονίζοντας ένα αφγανικό τοπίο βομβαρδισμένο, εντελώς παράλογα, ακατοίκητο και γεμάτο νάρκες.

Πολλές από τις πιο επιβλητικές  εικόνες δεν απεικονίζουν πεδία μάχης. Το φιλμ «Gateway II» του David Cotterell το 2009 δείχνει τραυματίες να χειρουργούνται μέσα σε αεροπλάνο καθώς πετάνε από το Camp Bastion του Αφγανιστάν προς το νοσοκομείο Queen Elizabeth στο Μπέρμιγχαμ. Οι φωτογραφίες δείχνουν, όπως το έθεσε ο Cotterell, ότι «παρ’ όλη τη συζήτηση για την τεχνολογία και τη διπλωματία και την πρόοδο των πραγμάτων, εξακολουθούμε ουσιαστικά να βάζουμε νέους ανθρώπους μπροστά από μαχαίρια και αντικείμενα που σκοτώνουν και να προσπαθούμε να τους εκπαιδεύσουμε να πληγώνουν ο ένας τον άλλον για να λύσουν προβλήματα».

Σε άλλες φωτογραφίες απεικονίζονται συνηθισμένοι δρόμοι με πεζούλες στη Βόρεια Ιρλανδία, έρημοι από ανθρώπους, να σημαδεύονται από σκοπιές – πύργους  και άλλες οχυρώσεις του βρετανικού στρατού. Πιθανότατα αυτά τα κτίρια να μην τα επισκεπτόντουσαν παρά ελάχιστα οι ντόπιοι κατά τη διάρκεια των ταραχών. Αυτό που ουσιαστικά όμως μας  λένε οι εικόνες του Jonathan Olley είναι ότι η στρατιωτική κατοχή έχει γίνει με αισχρό τρόπο η νέα κανονικότητα.

Θα ήταν καλή ιδέα, και μάλλον οφείλει ο επισκέπτης να περάσει περισσότερες μέρες στις δύο αίθουσες προβολής της έκθεσης. Να παρακολουθήσει μεγάλης διάρκειας πλάνα από τη μάχη του Arras, πλάνα από το D-Day, ακόμα και ένα ενημερωτικό ταινιάκι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για το πώς φτιάχνουμε  κομποστοποίηση . Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι  ταινίες με τα πτώματα που ξεθάφτηκαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέλσεν βρίσκονται κρυμμένες πίσω από ένα μικρό τοίχο έτσι ώστε οι γονείς να έχουν την επιλογή να αποφασίσουν αν τα παιδιά τους θα πρέπει να εκτεθούν στη φρίκη τους.

Άραγε είναι πολύ νωρίς να μιλήσουμε  στα παιδιά για τη γενοκτονία και τον πόλεμο;

Εντέλει, η τέχνη που σχετίζεται με  το Ολοκαύτωμα ή εμπνεύστηκε από αυτό – ο πίνακας της Doris Zinkeisen του 1945 με τα γυμνά πτώματα στο Μπέλσεν ή ο ενοχλητικά πολύχρωμος πίνακας της Edith Birkin του 1990 «Roll Call:Belsen» – είναι λιγότερο πιθανό να προκαλέσει εφιάλτες στα παιδιά;

Δεν υπάρχει τίποτα, τουλάχιστον όχι ακόμα, από τα πεδία θανάτου των ισραηλινών κιμπούτζ του 2023 ή το σημερινό κολαστήριο της Γάζας. Υπάρχει, όμως, μια 17λεπτη ταινία της Βρετανο-Παλαιστίνιας καλλιτέχνιδας Rosalind Nashashibi με τίτλο «Electrical Gaza» που απεικονίζει την πόλη με απροσδόκητη ποίηση και όλη την αναμενόμενη αθλιότητά της κατά τη διάρκεια μιας παύσης πυρός το 2014 πριν από την είσοδο των ισραηλινών στρατιωτών. Η ταινία της Nashashibi θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμεύσει από στιγμή σε στιγμή  ως βοήθημα-μνημείο για την πόλη.

Όταν η Βιρτζίνια Γουλφ είδε το «Gassed» στη Βασιλική Ακαδημία το 1919, έφυγε τρέχοντας. Η Τέχνη το κάνει αυτό στους λάτρεις της, συνηθισμένοι όπως είμαστε να θέλουμε να προσφέρουμε την τέρψη  στα μάτια μας.  «Έφευγες από κάτω, έξω από τις πόρτες, γύρω από τα αυτοκίνητα, κάτω από την απέχθεια του αλόγου και του αναβάτη του, και εκεί έξω στη συγκριτική νηφαλιότητα του Piccadilly», έγραψε στο δοκίμιό της «The Fleeting Portrait». Εν μέρει, αυτό οφειλόταν στο σοκ του θέματος: «Το Gassed ερέθισε επιτέλους κάποιο νεύρο διαμαρτυρίας ή ίσως της ανθρωπιάς».

Αλλά η Γουλφ δυσπιστούσε επίσης στην εικόνα εξαιτίας μιας συγκεκριμένης λεπτομέρειας. Ένας από τους τυφλωμένους άνδρες σηκώνει το πόδι του στο ύψος του αγκώνα του, προκειμένου να ανέβει σε ένα φανταστικό σκαλοπάτι μια ή δύο ίντσες πάνω από το έδαφος.

«Αυτή η μικρή λεπτομέρεια υπερτονίζει το μαχαίρι του χειρουργού που λέγεται ότι πονάει περισσότερο από ολόκληρη την επέμβαση», έγραψε. Η πρόταση της Woolf -ότι ο Sargent είχε επινοήσει αυτή τη δήθεν αποκαλυπτική λεπτομέρεια– πηγαίνει στην καρδιά ενός θέματος που διερευνάται επανειλημμένα σε αυτή την έκθεση, δηλαδή πώς οι καλλιτέχνες παραμορφώνουν την πραγματικότητα προκειμένου να αποτυπώσουν την αλήθεια αυτού που έχουν δει.

Ένα από τα πρώτα εκθέματα είναι του Frank Hurley, του επίσημου φωτογράφου της Αυστραλιανής Αυτοκρατορικής Δύναμης. Κουβαλούσε βαρύ εξοπλισμό από και προς το μέτωπο, παλεύοντας να κρατήσει τις πλάκες του στεγνές και φωτοστεγείς. Ογδόντα χρόνια πριν από το Photoshop και την ψηφιακή φωτογραφία, και πολύ πριν από τη δική μας εποχή των ψεύτικων ειδήσεων, των φίλτρων του Instagram και των εφαρμογών ρετουσαρίσματος, ο Hurley έφτιαχνε σύνθετες εικόνες από διαφορετικά αρνητικά για να «απεικονίσει καλύτερα στο κοινό τα πράγματα που κάνουν οι συνάδελφοί μας και πώς είναι ο πόλεμος».

Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά: «Για να συμπεριλάβω το γεγονός σε ένα μόνο αρνητικό, προσπάθησα ξανά και ξανά, αλλά τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά», είπε. Στη φωτογραφία του «The Morning After the First Battle of Passchendaele», ο Hurley δείχνει Αυστραλούς τραυματίες έξω από ένα οχυρό, αλλά τις ακτίνες του ήλιου που διαπερνούν τα σύννεφα τις πρόσθεσε από μια άλλη φωτογραφία. Είναι σαν ο Hurley να προσπαθούσε όχι απλώς να κατασκευάσει μια πιο οδυνηρή αλήθεια από ό,τι επιτρέπει η πραγματικότητα, αλλά από τη λάσπη και τη δυστυχία να γεννήσει ομορφιά.

Παραδίπλα μια άλλη οθόνη προβάλλει το «They Shall Not Grow Old», ταινία του 2018 από τον Πίτερ Τζάκσον σκηνοθέτη του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» στην οποία χρωμάτισε 100 ετών ασπρόμαυρο πολεμικό υλικό χρησιμοποιώντας Photoshop και άλλα λογισμικά. «Εκείνοι βίωσαν τον πόλεμο σε απολύτως ζωντανό χρώμα, οπότε γιατί να μην τον μετατρέψουμε τώρα, με την τεχνολογία που διαθέτουμε, από έναν ασπρόμαυρο πόλεμο ξανά σε έναν έγχρωμο πόλεμο;», δηλώνει ο Τζάκσον.

Όπως λέγεται συνήθως, η αλήθεια είναι το πρώτο μεγάλο θύμα του πολέμου- ο Τζάκσον υποδηλώνει αποτελεσματικά ότι μπορεί να επαναφέρει τη ζωή με ολοκαίνουργια χρώματα. Είναι όμως δυνατόν να κατασκευαστεί η αλήθεια; Είναι ο ενισχυμένος ρεαλισμός της επιχρωματισμένης ταινίας του Τζάκσον τόσο αναξιόπιστος όσο και οι επεξεργασμένες φωτογραφίες του Στάλιν ή τα περικομμένα στιγμιότυπα του Τύπου που λογοκρίνουν τις εκτός μηνύματος λεπτομέρειες που εκτίθενται αλλού σε αυτές τις αίθουσες;

Τέχνη αποσυμπίεσης ή Τέχνη καταγραφής και διαφύλαξης μνήμης;
Κατά ειρωνικό τρόπο, η αμφίβολη λεπτομέρεια που τόσο προβλημάτισε τη Βιρτζίνια Γουλφ στον πίνακα του Σάρτζεντ βασιζόταν σε γεγονότα. Ένας οδηγός ασθενοφόρου στο πεδίο της μάχης έγραψε στο Athenaeum, το οποίο είχε δημοσιεύσει το δοκίμιο της Woolf: «Είδα τον κ. Σάρτζεντ να περισυλλέγει τις λεπτομέρειές του. Είδα επίσης τον εν λόγω πίνακα. Πρόκειται για “υπερτονισμό”, αλλά από την πλευρά του ανθρώπου – όχι από την πλευρά του καλλιτέχνη … είναι μια αληθινή απεικόνιση».

Αλλά η Woolf δεν ήταν η μόνη που ήταν επιφυλακτική για το «Gassed». Κι άλλα μέλη της ομάδας Bloomsbury, πρωτοπόροι του μοντερνισμού μετά τον πόλεμο, υποπτεύονταν ότι το «Gassed» ήταν ένα ρομαντικό ψέμα. Ο μυθιστοριογράφος ΕΜ Φόρστερ αποτύπωσε αυτό το υποτιθέμενο ψέμα: «Ήσασταν θεϊκής ομορφιάς – γιατί οι ανώτερες τάξεις επιτρέπουν στις κατώτερες τάξεις να εμφανίζονται στην τέχνη μόνο υπό τον όρο ότι πλένονται και έχουν κλασικά χαρακτηριστικά, τις πληρούσατε αυτές τις προϋποθέσεις. Μια σειρά από χρυσομαλλούσες Απολλώνες που κινούνταν σαν πάπιες από αριστερά προς τα δεξιά με επιδέσμους στα μάτια τους».

Ίσως, όμως, ακόμα και η ρομαντική γοητεία στην οποία επιτέθηκε ο Φόρστερ να είναι στην πραγματικότητα μέρος της δύναμης του «Gassed». Βλέπουμε εμβληματικά πρόσωπα μιας χρυσής γενιάς όμορφων νέων ανδρών που σκοτώθηκαν ή ακρωτηριάστηκαν, που ο κάθε ένας από αυτούς θυσιάστηκε για κάτι που δεν άξιζε τον κόπο.

Όταν το «Gassed» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο, δεν τοποθετήθηκε έτσι όπως είχαν υπολογίσει. Ήταν να κρεμαστεί σε μια «Αίθουσα Μνήμης» ειδικά σχεδιασμένη για την αγγλοαμερικανική συνεργασία η οποία δεν κατασκευάστηκε ποτέ λόγω έλλειψης κονδυλίων. Πράγματι, ο Φόρστερ είδε το «Gassed» ανάμεσα σε κοσμικά πορτρέτα στη Βασιλική Ακαδημία. Μόνο τώρα, στο Αυτοκρατορικό Μουσείο έχει τοποθετηθεί εκεί που ταιριάζει μαζί με το «Travoys Arriving with Wounded at a Dressing Station at Smol, Macedonia, September, 1916», ζωγραφισμένο από έναν άλλο καλλιτέχνη, τον Stanley Spencer που κλήθηκε να συνεισφέρει στην «Αίθουσα Μνήμης».

Φυσικά, η πολεμική ζωγραφική συχνά δεν παρουσιάζεται όπως θα ήθελε ο καλλιτέχνης. Σε μια άλλη αίθουσα υπάρχει ένα μυστηριώδες μεγάλο δρύινο ντουλάπι. Μέσα σε όλες τις άλλες θορυβώδεις απεικονίσεις του πολέμου, αυτό το μοναχικό έπιπλο μοιάζει ακατανόητο. Ποια είναι η σημασία του; Όταν ο τιμημένος με το βραβείο Turner, Steve McQueen πέρασε το 2003 μια εβδομάδα ως επίσημος καλλιτέχνης του Υπουργείου Άμυνας στη Βασόρα σχεδίασε το «Queen and Country». Είχε τη βεβαιότητα ότι θα μπορούσε να γίνει το πιο διαδεδομένο έργο πολεμικής τέχνης που υπήρξε ποτέ. Η ιδέα του ήταν απλή: να τιμήσει καθένα από τα 179 στελέχη των βρετανικών δυνάμεων που σκοτώθηκαν στη σύγκρουση στο Ιράκ με το δικό του γραμματόσημο, αντιπαραθέτοντας μια εικόνα του νεκρού στρατιώτη με τη μορφή της βασίλισσας.

Αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ. Αντ’ αυτού, τα γραμματόσημα αυτής της προθήκης είναι τοποθετημένα σε συρτάρια και σε φύλλα. Η τέχνη έχει αρχειοθετηθεί για το προσεχές διάστημα. «Δεν μπορώ να σκεφτώ γιατί το έργο θα ήταν αμφιλεγόμενο», έχει πει ο McQueen. «Στείλαμε ανθρώπους στον πόλεμο και πέθαναν.

Εγώ απλώς οπτικοποιώ τη μνήμη τους. Δεν βλέπω κανέναν λόγο να μην το κάνω, εκτός αν ντρεπόμαστε γι’ αυτούς». Ίσως ήταν η αντιπαράθεση των νεκρών με το πρόσωπο της βασίλισσας που έκανε κάποιους να ανατριχιάσουν. Ίσως το εμπορικό σήμα της ιδιωτικοποιημένης Royal Mail να κινδύνευε να αμαυρωθεί από τη σύνδεση με την πολεμική θυσία. Ήταν ασφαλέστερο να κυκλοφορήσουν συλλεκτικά γραμματόσημα για τους οπαδούς του Paddington και του Harry Potter. Αλλά και πάλι … πώς θα μπορούσαμε να ντρεπόμαστε γι’ αυτούς τους στρατιώτες, ακόμη και όσοι από εμάς θεωρούσαμε ότι η εισβολή στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ ήταν μια ανοησία του Τόνι Μπλερ;

Η τρέλα του Μπλερ, παρεμπιπτόντως, αποτυπώνεται αλλού. Το φωτομοντάζ των Peter Kennard και Cat Phillipps του 2007 δείχνει τον Μπλερ να κρατάει το τηλέφωνό του για μια selfie με φόντο φλεγόμενες πετρελαιοπηγές. Είναι ο Frank Hurley της εποχής μας – μια σύνθετη εικόνα σχεδιασμένη για να συλλάβει αυτό που ο καλλιτέχνης θεωρεί ως μια βαθύτερη αλήθεια. Έτος 2023, καθώς ο πόλεμος προχωρά χωρίς τέλος από τη μια τρέλα στην άλλη, αυτό που προσφέρει το Imperial War Museum αξίζει έστω για να σκεφτούμε για λίγα λεπτά. Καθιστώντας το όχι μόνο επίκαιρο αλλά και απαραίτητο.

ΠΗΓΗ: Guardian 


Share on:

Τελευταία Νέα

Σχετικά Άρθρα

WP Radio
WP Radio
OFFLINE LIVE