Ε.Ε.| Κλείνει την πόρτα σε κινεζικά κεφάλαια

Share on:

Το 2016 η πρόταση της κινεζικής εταιρείας Midea για εξαγορά της γερμανικής εταιρείας ρομποτικής Kuka είχε προκαλέσει μια πραγματικά πρωτοφανή αντίδραση τόσο στους κόλπους της γερμανικής κυβέρνησης όσο και ευρύτερα στον πολιτικό κόσμο της Γερμανίας. Ο προβληματισμός για τη μεταφορά στρατηγικής σημασίας τεχνογνωσίας «σε ξένα χέρια» είχε τότε οδηγήσει ομάδα Γερμανών πολιτικών να απευθύνει έκκληση στον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας για τη δημιουργία γερμανικής κοινοπραξίας, που θα υποβάλει ανταγωνιστική πρόταση για να μείνει η Kuka σε γερμανικά χέρια. Η κινητοποίηση έπεσε τότε στο κενό, καθώς υπερίσχυσε η βούληση των μετόχων της εταιρείας, ενώ δεν υπήρξε προθυμία από τις γερμανικές επιχειρήσεις. Ηταν, άλλωστε, η ίδια χρονιά που οι επενδύσεις της Κίνας στην Ε.Ε. και στη Βρετανία είχαν κορυφωθεί φτάνοντας στο ιλιγγιώδες ύψος των 47,4 δισ. ευρώ.

Οι αντιδράσεις των Γερμανών πολιτικών τότε αποτέλεσαν την πρώτη εκδήλωση μιας όψιμης αφύπνισης των Ευρωπαίων, που άρχισαν να προβληματίζονται για τις επιπτώσεις ύστερα από χρόνια επέλασης του κινεζικού κεφαλαίου στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες. Εκτοτε έχουν μεσολαβήσει ετερόκλητοι παράγοντες που ενίσχυσαν τον προβληματισμό των Ευρωπαίων, γεωπολιτικοί κίνδυνοι όπως η πολυσχιδής διελκυστίνδα ανάμεσα στο Πεκίνο και στην Ουάσιγκτον, ο εμπορικός και οικονομικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη και ο μεταξύ τους επιθετικός ανταγωνισμός για την παγκόσμια κυριαρχία στην τεχνολογία. Αν έως τώρα οι γεωπολιτικοί παράγοντες πίεζαν την Ε.Ε. να επιλέξει στρατόπεδο, τελευταία η συμμαχία του Πεκίνου με τη Μόσχα την έχει αναγκάσει να αναθεωρήσει βαθύτερα τις σχέσεις της με τη δεύτερη οικονομία του κόσμου.

Τη μεταβολή στη στάση της Ευρώπης επισημοποίησε ο Γερμανός καγκελάριος, Ολαφ Σολτς, μέσα στην εβδομάδα, όταν κάλεσε την Ε.Ε. να μειώσει την εξάρτησή της από την Κίνα, καθώς στις σχέσεις των δύο πλευρών έχει ενισχυθεί «από κινεζικής πλευράς» το στοιχείο του ανταγωνισμού και της αντιπαλότητας. Η δήλωσή του συνέπεσε με την υπόσχεση της Ιταλίας να αποχωρήσει από τον νέο Δρόμο του Μεταξιού στο οποίο προσχώρησε το 2019, προκαλώντας αίσθηση ως η μοναδική χώρα του G7 που συμμετείχε σε έργο κινεζικής επιρροής. Εχει, άλλωστε, προηγηθεί παλαιότερη τοποθέτηση της προέδρου της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πως ζητούμενο της Ε.Ε. δεν είναι η αποσύνδεση των ευρωπαϊκών οικονομιών από την Κίνα, αλλά μια «έξυπνη διαδικασία μείωσης του ρίσκου» στη σχέση με την Κίνα.

Ολες αυτές οι τοποθετήσεις αντανακλούν τα τετελεσμένα μιας προσπάθειας πολλών ευρωπαϊκών χωρών, αρχής γενομένης από την ίδια τη Γερμανία, αλλά και την Ιταλία, τη Βρετανία, τη Δανία και την Ολλανδία, να ανακόψουν την κινεζική επέλαση απαγορεύοντας εξαγορές ευρωπαϊκών επιχειρήσεων από κινεζικές.

Το αποτέλεσμα αποτυπώνεται στη ραγδαία μείωση των κινεζικών επενδύσεων στην Ε.Ε. και στη Βρετανία, που στη διάρκεια του περασμένου έτους περιορίστηκαν στα 7,9 δισ. ευρώ σημειώνοντας πτώση 22% σε σύγκριση με το 2021. Οπως, όμως, επισημαίνει η Υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιομηχανική Ανάπτυξη (UNIDO), πρόκειται για ιλιγγιώδη πτώση 77% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2016 και οφείλεται όχι μόνο στην αλλαγή στάσης των Ευρωπαίων, αλλά και στους ελέγχους που έχει επιβάλει το Πεκίνο στις κινήσεις κεφαλαίων.

Κλιμακώνουν τον πόλεμο οι ΗΠΑ

Στη σύνοδο του G7, οι υπουργοί Οικονομιών των επτά ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου θα εξετάσουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν αυστηρούς ελέγχους στις επενδύσεις στην Κίνα. Σύμφωνα, όμως, με αναλυτές, κάτι τέτοιο θα αποτελέσει δίκοπο μαχαίρι ενώ η εφαρμογή του μέτρου θα αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολη. Το θέμα της Κίνας θα είναι, πάντως, στην ατζέντα και στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, ενώ η Ιαπωνία, που φιλοξενεί φέτος τη σύνοδο του G7, καταβάλλει προσπάθειες για να αλλάξει τις εφοδιαστικές αλυσίδες και να περιορίσει τη μεγάλη οικονομική της εξάρτηση από το Πεκίνο.
Το πρόβλημα είναι, ωστόσο, ότι δεν βλέπουν όλες οι πλευρές το θέμα με τον ίδιο τρόπο καθώς η ρήξη στις εμπορικές σχέσεις με τη δεύτερη οικονομία του κόσμου μπορεί να αποτελέσει μείζον πλήγμα για όσες οικονομίες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία. Η Ουάσιγκτον ασκεί εντεινόμενες πιέσεις για να ληφθούν συντονισμένα πολύ σκληρότερα μέτρα κατά της Κίνας. Η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, τόνισε μέσα στην εβδομάδα ότι πολλές από τις χώρες-μέλη του G7 συμμερίζονται την ανησυχία της Ουάσιγκτον για τις πρακτικές που χρησιμοποιεί η Κίνα, όπως ο «οικονομικός εξαναγκασμός» που επιβάλλει στις επιχειρήσεις άλλων χωρών. Προσέθεσε επίσης ότι οι χώρες αυτές εξετάζουν τη δυνατότητα να αντικρούσουν αυτήν τη συμπεριφορά. Σχολιάζοντας τις προσπάθειες της Ουάσιγκτον να σχηματίσει ενιαίο μέτωπο κατά της Κίνας, η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών τόνισε πως «είναι σε εξέλιξη συνομιλίες μεταξύ των εταίρων του G7 και εκτιμούμε πως θα συνεχιστούν αυτές οι συνομιλίες, τουλάχιστον ατύπως».

Η Γερμανία ειδικότερα προβληματίζεται ιδιαιτέρως για το θέμα της Κίνας που πλέον βλέπει να αναδύεται ως στρατηγικός αντίπαλος και τείνει να επανεξετάσει τις σχέσεις της με το Πεκίνο. Παραμένει, ωστόσο, επιφυλακτική, καθώς ανησυχεί μήπως εμφανιστεί να ενθαρρύνει τη δημιουργία ενιαίου μετώπου του G7 εναντίον της Κίνας. Διπλωματικές πηγές αναφέρουν, μάλιστα, πως το Βερολίνο εξέφρασε επιφυλάξεις όταν συζητήθηκε σε επίπεδο Ε.Ε. η επιβολή κυρώσεων κατά της Κίνας για τη στήριξή της στη Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές που μίλησαν στο Reuters σε καθεστώς ανωνυμίας, η επιβολή αυστηρών ελέγχων στις επενδύσεις θα περιοριστεί σε τομείς μεγάλης στρατηγικής σημασίας.

Η Ιαπωνία, επίσης, παραμένει επιφυλακτική απέναντι στο ενδεχόμενο να επιβληθούν αυστηροί έλεγχοι στις επενδύσεις στης Κίνας, αφού ανησυχεί για τον ισχυρό αντίκτυπο που μπορεί να επιφέρει κάτι τέτοιο στο διεθνές εμπόριο και στην ιαπωνική οικονομία. Πηγή προσκείμενες στις συνομιλίες του G7 μίλησε στο Reuters ζητώντας να παραμείνει ανώνυμη και επισήμανε πως θα είναι εξαιρετικά δύσκολη η εφαρμογή σκληρών ελέγχων στις επενδύσεις στην Κινα. Υπογράμμισε, μάλιστα, ότι «οι ΗΠΑ αντλούν μεγάλα κέρδη από τις επενδύσεις τους στην Κίνα και εύλογα αναρωτιέται κανείς αν είναι πραγματικά δυνατόν να επιβληθούν τέτοιου είδους περιορισμοί».

Πηγή: REUTERS


Share on:

Τελευταία Νέα

Σχετικά Άρθρα

WP Radio
WP Radio
OFFLINE LIVE