Το έτος 2011, λίγους μήνες μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, οι ερευνητές της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα σοκαριστικό στοιχείο. Εκτός από τους οικονομικούς δείκτες που είχαν επιδεινωθεί ραγδαία στο σύνολό τους, διαπιστώνουν επίσης ότι ύστερα από πολλές δεκαετίες, οι θάνατοι στην Ελλάδα ξεπέρασαν τις γεννήσεις κατά 4.671 άτομα. Η τάση αυτή μόνο παροδική δεν ήταν, καθώς όχι απλώς συνεχίστηκε ακάθεκτη τα επόμενα χρόνια αλλά επιδεινώθηκε ραγδαία, με αποτέλεσμα το 2020 οι θάνατοι να είναι 46.234 περισσότεροι από τις γεννήσεις! Το ίδιο απογοητευτικά αναμένεται να είναι τα στοιχεία και κατά τη διάρκεια της φετινής γενικής απογραφής του πληθυσμού που θα διεξαχθεί το χρονικό διάστημα από 23 Οκτωβρίου έως και 23 Νοεμβρίου.
Η γενική απογραφή του πληθυσμού που είχε διενεργηθεί πριν από μια δεκαετία, το έτος 2011, είχε δείξει ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 0,88% σε σύγκριση με την απογραφή του 2001 και ανερχόταν σε 10.815.197 κατοίκους. Αυτή η δημογραφική τάση αναμένεται να συνεχιστεί και εάν τα ποσοστά γονιμότητας παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα, η Ελληνική Στατιστική Αρχή εκτιμά ότι το 2050 ο συνολικός πληθυσμός της χώρας θα ανέρχεται στα 9,7 εκατομμύρια. Ανάλογες είναι οι προβλέψεις και της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας που εκτιμά ότι χωρίς τη μετανάστευση, ο ελληνικός πληθυσμός θα μειωθεί στα 9,3 εκατομμύρια μέχρι το 2050 ή ακόμη χειρότερα στα 8,9 εκατομμύρια εάν εξακολουθεί να μειώνεται η γονιμότητα, ενώ το κύριο σενάριο της Eurostat κάνει λόγο για 9,1 εκατομμύρια Έλληνες το 2050.
Θεωρείται σχεδόν σίγουρο, ότι όλο και λιγότερα παιδιά θα συναντά κανείς στις παιδικές χαρές και στις σχολικές μονάδες ενώ αντιθέτως θα αυξάνονται οι χώροι συνάθροισης ηλικιωμένων, μέχρι να εγκαταλείψουν και αυτοί τον μάταιο τούτο κόσμο.
«Στην Ελλάδα, αν και το δημογραφικό ζήτημα παρουσιάζεται στη δημόσια συζήτηση ως ιδιαίτερα κρίσιμο, έως του επιπέδου ακόμα και της ίδιας της «εθνικής επιβίωσης», εντούτοις οι πολιτικές αντιμετώπισης του προβλήματος είναι αντιστρόφως ανάλογες των προκλήσεων. Συστηματικά η ελληνική πολιτεία έχει δείξει αδυναμία στην διαμόρφωση μεσομακροπρόθεσμων πολιτικών στήριξης του σύγχρονου τρόπου ζωής, των σύγχρονων τρόπων συγκρότησης των οικογενειών χωρίς αποκλεισμούς και φυσικά των ίδιων των εισοδημάτων που υποστηρίζουν τέτοιες διαδικασίες. Οι προκλήσεις φαίνονται να επιτείνονται καθώς η πανδημία που ήρθε αμέσως μετά την οικονομική κρίση, θα επιδεινώσει το προϋπάρχον αρνητικό περιβάλλον για την απόκτηση παιδιού» αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Ινστιτούτου Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς.
Όπως σημειώνει η φετινή μελέτη του Ινστιτούτου «Δημογραφικές Εξελίξεις και Προκλήσεις», ο πληθυσμός της Ελλάδας κατά τη μεταπολεμική περίοδο αυξήθηκε κατά 3,1 εκατομμύρια (7,6 εκατ. το 1951, 10,7 το 2020). Η αύξηση αυτή που ήταν συνεχής μέχρι το 2010, χρονιά από την οποία ο πληθυσμός άρχισε να μειώνεται, έγινε με διαφοροποιημένους ρυθμούς και είχε διαφορετικά αίτια και πηγές τροφοδότησης. Αρχικά τα μεγάλα κύματα εξόδου προς το εξωτερικό των δεκαετιών 1950 και 1960 υπερκαλύφθηκαν από τα ιδιαίτερα υψηλά φυσικά ισοζύγια των ίδιων δεκαετιών. Στη συνέχεια, η συρρίκνωση των φυσικών ισοζυγίων της περιόδου 1980 – 2010 αναπληρώθηκε από τα θετικά μεταναστευτικά ισοζύγια, με αποτέλεσμα την συνέχιση της αύξησης μέχρι και τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ού αιώνα. Τέλος, η μείωση μετά το 2010 του πληθυσμού μας, οφείλεται κυρίως στο ότι για πρώτη φορά στην μεταπολεμική δημογραφική ιστορία της χώρας, τα φυσικό ισοζύγια είναι αρνητικά.
Ένας παράγοντας που δεν θα πρέπει να αγνοείται είναι η ανάδυση μετά το 2010 ενός νέου κύματος μετανάστευσης. Από τη χώρα μας έφυγαν πρωτίστως εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό. Η φυγή αυτή επικεντρώνεται σε νέους αναπαραγωγικής ηλικίας (25 - 45 ετών) και δεν αναμένεται να ανακοπεί σύντομα – εν αντιθέσει με αυτήν των αλλοδαπών που ζούσαν στον τόπο μας και έφυγαν την περίοδο της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης, η ένταση της οποίας βαίνει μειούμενη. Έτσι, το μεταναστευτικό ισοζύγιο της δεκαετίας που ολοκληρώθηκε ήταν αρνητικό.
Τέλος, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 καταγράφεται μια επιβράδυνση των κερδών του προσδόκιμου ζωής. Αν και αυτή δεν αφορά μόνον την Ελλάδα, στη χώρα μας οι ρυθμοί αύξησης των προσδόκιμων είναι βραδύτεροι σε σχέση με άλλα κράτη, με αποτέλεσμα η χώρα μας σήμερα να έχει χάσει την σχετικά προνομιακή θέση που κατείχε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ανάμεσα στις προ της διεύρυνσης της χώρες της Ε.Ε. Η πιο αργή αύξηση των κερδών σε έτη ζωής την περίοδο 1995-2019 οφείλεται στη λιγότερο – σε σχέση με τις χώρες αυτές – αποτελεσματική αντιμετώπιση των δύο μεγάλων ομάδων αιτιών θανάτου (παθήσεις του κυκλοφορικού συστήματος και καρκίνοι) που θίγουν τις ώριμες και μεγάλες ηλικίες και αποδίδεται στις αδυναμίες του δημοσίου συστήματος υγείας μας, ενός συστήματος που βασιζόταν – και βασίζεται ακόμη- κυρίως, στη νοσοκομειακή και στην εξειδικευμένη ιατρική περίθαλψη εις βάρος μιας ολοκληρωμένης πρωτοβάθμιας φροντίδας.
Πηγή :newsbeast